- προλακκιον
- προλάκκιονπρο-λάκκιοντό маленький водоем или болотце (находящееся перед большим) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προλάκκιον — τὸ, Α μικρός λάκκος ο οποίος βρίσκεται πριν από άλλο μεγαλύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάκκος + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
προλακκίοις — προλάκκιον ante chamber neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)